Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νερώνεια
Νέσσος
Νεστόρεος
Νεστορίδαι
Νεστορίδης
Νεστορίς
Νέστωρ
νέτωπον
νεῦμα
νευρά
νευρένδετος
νευρεπέντατος
νευρικός
νεύρινος
νευρίτης
νευροβάτης
νευροειδής
νευρόθλαστος
Νευροί
νευρόκαυλος
νευροκοπέω
View word page
νευρένδετος
strung

ShortDef

strung

Debugging

Headword:
νευρένδετος
Headword (normalized):
νευρένδετος
Headword (normalized/stripped):
νευρενδετος
IDX:
59288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59289
Key:

Data

{'content': 'strung'}