Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
νεράνιον
νερανίς
νερανίτης
νέρτατος
νερτέριος
νερτεροδρόμος
νερτερόμορφος
νέρτερος
νέρτος
Νέρων
Νερώνεια
Νέσσος
Νεστόρεος
Νεστορίδαι
Νεστορίδης
View word page
νερτέριος
underground

ShortDef

underground

Debugging

Headword:
νερτέριος
Headword (normalized):
νερτέριος
Headword (normalized/stripped):
νερτεριος
IDX:
59272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59273
Key:

Data

{'content': 'underground'}