Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
νεράνιον
νερανίς
νερανίτης
νέρτατος
νερτέριος
νερτεροδρόμος
νερτερόμορφος
νέρτερος
νέρτος
Νέρων
Νερώνεια
Νέσσος
Νεστόρεος
View word page
νερανίτης
a precious stone
ShortDef
a precious stone
Debugging
Headword:
νερανίτης
Headword (normalized):
νερανίτης
Headword (normalized/stripped):
νερανιτης
IDX:
59270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59271
Key:
Data
{'content': 'a precious stone'}