Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
Ἀνακτόριον
Ἀνακτόριος
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
Ἀνακτοτελέσται
ἀνάκτωρ
ἀνακυΐσκω
ἀνακυκάω
ἀνακυκλεύω
ἀνακυκλέω
ἀνακύκλησις
View word page
Ἀνακτόριος
Anactorian, of Anactorium
ShortDef
Anactorian, of Anactorium
belonging to a lord
Debugging
Headword:
Ἀνακτόριος
Headword (normalized):
ἀνακτόριος
Headword (normalized/stripped):
ανακτοριος
IDX:
5926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5927
Key:
Data
{'content': 'Anactorian, of Anactorium'}