Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
νεράνιον
νερανίς
νερανίτης
νέρτατος
νερτέριος
νερτεροδρόμος
νερτερόμορφος
νέρτερος
νέρτος
View word page
νερανίας
crane-necked, long-necked
ShortDef
crane-necked, long-necked
Debugging
Headword:
νερανίας
Headword (normalized):
νερανίας
Headword (normalized/stripped):
νερανιας
IDX:
59266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59267
Key:
Data
{'content': 'crane-necked, long-necked'}