Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
νεράνιον
νερανίς
νερανίτης
νέρτατος
νερτέριος
νερτεροδρόμος
View word page
νεόω
to renovate, renew
ShortDef
to renovate, renew
Debugging
Headword:
νεόω
Headword (normalized):
νεόω
Headword (normalized/stripped):
νεοω
IDX:
59263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59264
Key:
Data
{'content': 'to renovate, renew'}