Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
νεράνιον
νερανίς
νερανίτης
νέρτατος
νερτέριος
View word page
νεόψηφος
calculated in a fresh way
ShortDef
calculated in a fresh way
Debugging
Headword:
νεόψηφος
Headword (normalized):
νεόψηφος
Headword (normalized/stripped):
νεοψηφος
IDX:
59262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59263
Key:
Data
{'content': 'calculated in a fresh way'}