Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοφυής
νεοφύρατος
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
νεράνιον
νερανίς
νερανίτης
View word page
νεοχρύσεος
new and golden

ShortDef

new and golden

Debugging

Headword:
νεοχρύσεος
Headword (normalized):
νεοχρύσεος
Headword (normalized/stripped):
νεοχρυσεος
IDX:
59260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59261
Key:

Data

{'content': 'new and golden'}