Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόφρων
νεοφυής
νεοφύρατος
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
νεράνιον
νερανίς
View word page
νεόχριστος
newly plastered
ShortDef
newly plastered
Debugging
Headword:
νεόχριστος
Headword (normalized):
νεόχριστος
Headword (normalized/stripped):
νεοχριστος
IDX:
59259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59260
Key:
Data
{'content': 'newly plastered'}