Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόφονος
νεόφρων
νεοφυής
νεοφύρατος
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
νεράνιον
View word page
νεόχνοος
with the first down

ShortDef

with the first down

Debugging

Headword:
νεόχνοος
Headword (normalized):
νεόχνοος
Headword (normalized/stripped):
νεοχνοος
IDX:
59258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59259
Key:

Data

{'content': 'with the first down'}