Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφρων
νεοφυής
νεοφύρατος
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
νεράνειον
νερανίας
νερανίζω
View word page
νεόχμωσις
innovation

ShortDef

innovation

Debugging

Headword:
νεόχμωσις
Headword (normalized):
νεόχμωσις
Headword (normalized/stripped):
νεοχμωσις
IDX:
59257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59258
Key:

Data

{'content': 'innovation'}