Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφρων
νεοφυής
νεοφύρατος
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
νεοχρύσεος
νεόχυτος
νεόψηφος
νεόω
νέπους
View word page
νεοχάρακτος
newly imprinted

ShortDef

newly imprinted

Debugging

Headword:
νεοχάρακτος
Headword (normalized):
νεοχάρακτος
Headword (normalized/stripped):
νεοχαρακτος
IDX:
59254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59255
Key:

Data

{'content': 'newly imprinted'}