Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφρων
νεοφυής
νεοφύρατος
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
νεόχριστος
View word page
νεόφρων
childish in spirit
ShortDef
childish in spirit
Debugging
Headword:
νεόφρων
Headword (normalized):
νεόφρων
Headword (normalized/stripped):
νεοφρων
IDX:
59249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59250
Key:
Data
{'content': 'childish in spirit'}