Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
Ἀνακτόριον
Ἀνακτόριος
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
Ἀνακτοτελέσται
ἀνάκτωρ
ἀνακυΐσκω
ἀνακυκάω
ἀνακυκλεύω
View word page
ἀνακτορία
lordship, rule; management
ShortDef
lordship, rule; management
Debugging
Headword:
ἀνακτορία
Headword (normalized):
ἀνακτορία
Headword (normalized/stripped):
ανακτορια
IDX:
5924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5925
Key:
Data
{'content': 'lordship, rule; management'}