Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφρων
νεοφυής
νεοφύρατος
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
νεοχμός
νεοχμόω
νεόχμωσις
νεόχνοος
View word page
νεόφονος
fresh-shed

ShortDef

fresh-shed

Debugging

Headword:
νεόφονος
Headword (normalized):
νεόφονος
Headword (normalized/stripped):
νεοφονος
IDX:
59248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59249
Key:

Data

{'content': 'fresh-shed'}