Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφρων
νεοφυής
νεοφύρατος
νεοφυτεῖον
νεόφυτος
νεοχάρακτος
View word page
νεοφεγγής
shining anew
ShortDef
shining anew
Debugging
Headword:
νεοφεγγής
Headword (normalized):
νεοφεγγής
Headword (normalized/stripped):
νεοφεγγης
IDX:
59244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59245
Key:
Data
{'content': 'shining anew'}