Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφρων
νεοφυής
νεοφύρατος
View word page
νεοΰφαντος
newly woven

ShortDef

newly woven

Debugging

Headword:
νεοΰφαντος
Headword (normalized):
νεοΰφαντος
Headword (normalized/stripped):
νεουφαντος
IDX:
59241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59242
Key:

Data

{'content': 'newly woven'}