Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
νεόφοιτος
νεόφονος
νεόφρων
View word page
νεουργός2
shipbuilder
ShortDef
new-made
shipbuilder
Debugging
Headword:
νεουργός2
Headword (normalized):
νεουργός
Headword (normalized/stripped):
νεουργος2
IDX:
59239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59240
Key:
Data
{'content': 'shipbuilder'}