Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
νεόφοιτος
νεόφονος
View word page
νεουργός
new-made

ShortDef

new-made
shipbuilder

Debugging

Headword:
νεουργός
Headword (normalized):
νεουργός
Headword (normalized/stripped):
νεουργος
IDX:
59238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59239
Key:

Data

{'content': 'new-made'}