Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
νεόφοιτος
View word page
νεουργέω
to make new, renew

ShortDef

to make new, renew

Debugging

Headword:
νεουργέω
Headword (normalized):
νεουργέω
Headword (normalized/stripped):
νεουργεω
IDX:
59237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59238
Key:

Data

{'content': 'to make new, renew'}