Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
νεόφθιτος
View word page
νεότυρος
new cheese

ShortDef

new cheese

Debugging

Headword:
νεότυρος
Headword (normalized):
νεότυρος
Headword (normalized/stripped):
νεοτυρος
IDX:
59236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59237
Key:

Data

{'content': 'new cheese'}