Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
νεοφεγγής
νεόφθαρτος
View word page
νεότρωτος
lately wounded

ShortDef

lately wounded

Debugging

Headword:
νεότρωτος
Headword (normalized):
νεότρωτος
Headword (normalized/stripped):
νεοτρωτος
IDX:
59235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59236
Key:

Data

{'content': 'lately wounded'}