Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
View word page
νεότρητος
fresh

ShortDef

fresh

Debugging

Headword:
νεότρητος
Headword (normalized):
νεότρητος
Headword (normalized/stripped):
νεοτρητος
IDX:
59233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59234
Key:

Data

{'content': 'fresh'}