Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
View word page
νεοτρεφής
newly reared
ShortDef
newly reared
Debugging
Headword:
νεοτρεφής
Headword (normalized):
νεοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
νεοτρεφης
IDX:
59232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59233
Key:
Data
{'content': 'newly reared'}