Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
νεοΰφαντος
View word page
νεότομος
fresh cut
ShortDef
fresh cut
Debugging
Headword:
νεότομος
Headword (normalized):
νεότομος
Headword (normalized/stripped):
νεοτομος
IDX:
59231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59232
Key:
Data
{'content': 'fresh cut'}