Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
νεούτατος
View word page
νεότοκος
new-born

ShortDef

new-born

Debugging

Headword:
νεότοκος
Headword (normalized):
νεότοκος
Headword (normalized/stripped):
νεοτοκος
IDX:
59230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59231
Key:

Data

{'content': 'new-born'}