Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
νεουργός2
View word page
νεοτόκος
having just brought forth

ShortDef

having just brought forth

Debugging

Headword:
νεοτόκος
Headword (normalized):
νεοτόκος
Headword (normalized/stripped):
νεοτοκος
IDX:
59229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59230
Key:

Data

{'content': 'having just brought forth'}