Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
νεουργέω
νεουργός
View word page
νεότμητος
newly cut
ShortDef
newly cut
Debugging
Headword:
νεότμητος
Headword (normalized):
νεότμητος
Headword (normalized/stripped):
νεοτμητος
IDX:
59228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59229
Key:
Data
{'content': 'newly cut'}