Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότρωτος
νεότυρος
View word page
νεοτήσιος
youthful
ShortDef
youthful
Debugging
Headword:
νεοτήσιος
Headword (normalized):
νεοτήσιος
Headword (normalized/stripped):
νεοτησιος
IDX:
59226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59227
Key:
Data
{'content': 'youthful'}