Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
View word page
νεοτευχής
newly made

ShortDef

newly made

Debugging

Headword:
νεοτευχής
Headword (normalized):
νεοτευχής
Headword (normalized/stripped):
νεοτευχης
IDX:
59224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59225
Key:

Data

{'content': 'newly made'}