Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
View word page
νεότευκτος
newly wrought

ShortDef

newly wrought

Debugging

Headword:
νεότευκτος
Headword (normalized):
νεότευκτος
Headword (normalized/stripped):
νεοτευκτος
IDX:
59223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59224
Key:

Data

{'content': 'newly wrought'}