Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
View word page
νεοτερπής
new and charming
ShortDef
new and charming
Debugging
Headword:
νεοτερπής
Headword (normalized):
νεοτερπής
Headword (normalized/stripped):
νεοτερπης
IDX:
59222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59223
Key:
Data
{'content': 'new and charming'}