Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεοτόκος
View word page
νεότας
youth, youthfulness

ShortDef

youth, youthfulness

Debugging

Headword:
νεότας
Headword (normalized):
νεότας
Headword (normalized/stripped):
νεοτας
IDX:
59219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59220
Key:

Data

{'content': 'youth, youthfulness'}