Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
Ἀνακτόριον
Ἀνακτόριος
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
Ἀνακτοτελέσται
ἀνάκτωρ
View word page
ἀνάκτισις
rebuilding
ShortDef
rebuilding
Debugging
Headword:
ἀνάκτισις
Headword (normalized):
ἀνάκτισις
Headword (normalized/stripped):
ανακτισις
IDX:
5921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5922
Key:
Data
{'content': 'rebuilding'}