Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
View word page
νεοσχιδής
just split
ShortDef
just split
Debugging
Headword:
νεοσχιδής
Headword (normalized):
νεοσχιδής
Headword (normalized/stripped):
νεοσχιδης
IDX:
59218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59219
Key:
Data
{'content': 'just split'}