Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
νεότικτος
View word page
νεοσφάξ
newly slaughtered
ShortDef
newly slaughtered
Debugging
Headword:
νεοσφάξ
Headword (normalized):
νεοσφάξ
Headword (normalized/stripped):
νεοσφαξ
IDX:
59217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59218
Key:
Data
{'content': 'newly slaughtered'}