Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
νεοτήσιος
View word page
νεόσφακτος
newly shed
ShortDef
newly shed
Debugging
Headword:
νεόσφακτος
Headword (normalized):
νεόσφακτος
Headword (normalized/stripped):
νεοσφακτος
IDX:
59216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59217
Key:
Data
{'content': 'newly shed'}