Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
νεότευκτος
νεοτευχής
νεότης
View word page
νεοσφάδᾳστος
newly struggling

ShortDef

newly struggling

Debugging

Headword:
νεοσφάδᾳστος
Headword (normalized):
νεοσφάδᾳστος
Headword (normalized/stripped):
νεοσφαδαστος
IDX:
59215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59216
Key:

Data

{'content': 'newly struggling'}