Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
νεοτερπής
View word page
νεοσύλλογος
newly collected

ShortDef

newly collected

Debugging

Headword:
νεοσύλλογος
Headword (normalized):
νεοσύλλογος
Headword (normalized/stripped):
νεοσυλλογος
IDX:
59212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59213
Key:

Data

{'content': 'newly collected'}