Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
νεοταφής
νεοτελής
View word page
νεόστροφος
newly twisted
ShortDef
newly twisted
Debugging
Headword:
νεόστροφος
Headword (normalized):
νεόστροφος
Headword (normalized/stripped):
νεοστροφος
IDX:
59211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59212
Key:
Data
{'content': 'newly twisted'}