Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
νεότας
View word page
νεόστεπτος
fresh-crowned
ShortDef
fresh-crowned
Debugging
Headword:
νεόστεπτος
Headword (normalized):
νεόστεπτος
Headword (normalized/stripped):
νεοστεπτος
IDX:
59209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59210
Key:
Data
{'content': 'fresh-crowned'}