Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
νεοσφάδᾳστος
νεόσφακτος
νεοσφάξ
νεοσχιδής
View word page
νεόστατος
latest, last

ShortDef

latest, last

Debugging

Headword:
νεόστατος
Headword (normalized):
νεόστατος
Headword (normalized/stripped):
νεοστατος
IDX:
59208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59209
Key:

Data

{'content': 'latest, last'}