Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
νεοσφαγής
View word page
νεοσσοτροφεῖον
chicken-coop

ShortDef

chicken-coop

Debugging

Headword:
νεοσσοτροφεῖον
Headword (normalized):
νεοσσοτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
νεοσσοτροφειον
IDX:
59204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59205
Key:

Data

{'content': 'chicken-coop'}