Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεόσπειστος
νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστράτευτος
νεόστροφος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
View word page
νεοσσός
a young bird, nestling, chick

ShortDef

a young bird, nestling, chick

Debugging

Headword:
νεοσσός
Headword (normalized):
νεοσσός
Headword (normalized/stripped):
νεοσσος
IDX:
59203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59204
Key:

Data

{'content': 'a young bird, nestling, chick'}