Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
νεόστεπτος
View word page
νεοσσίον
nestling, chick

ShortDef

nestling, chick

Debugging

Headword:
νεοσσίον
Headword (normalized):
νεοσσίον
Headword (normalized/stripped):
νεοσσιον
IDX:
59199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59200
Key:

Data

{'content': 'nestling, chick'}