Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστέος
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
Ἀνακτόριον
Ἀνακτόριος
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
View word page
ἀνακτητικός
recuperative:
ShortDef
recuperative:
Debugging
Headword:
ἀνακτητικός
Headword (normalized):
ἀνακτητικός
Headword (normalized/stripped):
ανακτητικος
IDX:
5919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5920
Key:
Data
{'content': 'recuperative:'}