Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
νεόστατος
View word page
νεόσσιον
a young bird, nestling, chick
ShortDef
a young bird, nestling, chick
Debugging
Headword:
νεόσσιον
Headword (normalized):
νεόσσιον
Headword (normalized/stripped):
νεοσσιον
IDX:
59198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59199
Key:
Data
{'content': 'a young bird, nestling, chick'}