Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεοσταθής
View word page
νεοσσιά
a nest of young birds, a nest

ShortDef

a nest of young birds, a nest

Debugging

Headword:
νεοσσιά
Headword (normalized):
νεοσσιά
Headword (normalized/stripped):
νεοσσια
IDX:
59197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59198
Key:

Data

{'content': 'a nest of young birds, a nest'}