Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεοσκαφής
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
View word page
νεοσσεύω
to hatch
ShortDef
to hatch
Debugging
Headword:
νεοσσεύω
Headword (normalized):
νεοσσεύω
Headword (normalized/stripped):
νεοσσευω
IDX:
59196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59197
Key:
Data
{'content': 'to hatch'}