Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νεορρύφητος
νέορτος
νεός
νέος
νεοσίγαλος
νεοσκαφής
νεοσκύλευτος
νεόσμηκτος
νεοσμίλευτος
νεοσπαδής
νεοσπάρακτος
νεοσπάς
νεόσπειστος
νεόσπορος
νεοσσεία
νεοσσεύω
νεοσσιά
νεόσσιον
νεοσσίον
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιία
View word page
νεοσπάρακτος
newly torn
ShortDef
newly torn
Debugging
Headword:
νεοσπάρακτος
Headword (normalized):
νεοσπάρακτος
Headword (normalized/stripped):
νεοσπαρακτος
IDX:
59191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59192
Key:
Data
{'content': 'newly torn'}